- εὐθέμιτος
- εὐθέμῐτος, ον,A just, righteous,
σαδράπαι Ἀρχ. Ἐφ 1927.27
([place name] Aranda).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαδράπαι Ἀρχ. Ἐφ 1927.27
([place name] Aranda).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθέμιτος — εὐθέμιτος, ον (Α) ο δίκαιος, ο ενάρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θεμιτός] … Dictionary of Greek